Βίοι Αγίων

Περιληπτικός Βίος
του Αγίου Νεομάρτυρος Παύλου

Τό μυρίπνοο αὐτό ἄνθος τῆς Πελοποννήσου καί ἄξιο θρέμμα ὅλης τῆς Ἐλλάδας, γεννήθηκε στό Σοπωτό ἀπό γονεῖς πτωχούς, ἀλλά πιστούς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα τοῦ δώσανε τό ὄνομα Παναγιώτης.

Μικρό ἀκόμα παιδί ἀνεχώρησε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στή Πάτρα, ὅπου καί ἔμαθε τήν τέχνη τοῦ σανδαλοποιοῦ. Ἐκεῖ παρέμεινε 14 χρόνια ἐργαζόμενος καί ζῶντας ἔντιμα καί καθαρά. Ἔπειτα ἐπέστρεψε στήν ἐπαρχία του καί συγκεκριμένα στά Καλάβρυτα, ὅπου καί νοίκιασε ἕνα κατάστημα γιά νά ἐξασκεῖ τήν τέχνη του. Σέ ἀνύποπτο χρόνο κλείστηκε στή φυλακή ἀπό τούς ἰδιοκτήτες τοῦ ἐργαστηρίου, γιατί ζητοῦσαν παραπάνω ἀπό τά συμφωνηθέντα. Ὁ Παύλος, λοιπόν, μή θέλοντας νά δώσει περισσότερα εἶπε: «Τοῦρκος νά γίνω ἄν δώσω περισσότερα»· ὕστερα ὅμως ἀναγκάστηκε καί πλήρωσε τό ζητούμενο ἐνοίκιο.

Τό κακό συνεχίστηκε ὅταν μέ μερικούς φίλους του γυρνοῦσαν στά μέρη τῆς Τρίπολης καί γιά νά περνάνε καλά καί νά διασκεδάζουν λέγανε, ὅτι εἶναι Τοῦρκοι. Μετά ἀπό λίγο, ὅμως, συναισθάνθηκε τό ἁμάρτημά του καί μετανιωμένος ἐξομολογήθηκε σέ Πνευματικό, ὁ ὁποῖος τόν παρηγόρησε, τόν ἐνθάρρυνε καί τόν συμβούλευσε νά μήν ἀπογοητεύεται. Ἡ ψυχή τοῦ Παῦλου δέν ἀναπαυόταν, γι ΄ αὐτό τρέχει στό Ἅγιο Ὄρος καί συγκεκριμένα στήν Μονή τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἐκεῖ βρίσκει κάποιον συμπατριώτη του Μοναχό, τόν π. Τιμόθεο, ὁ ὁποῖος τόν δέχτηκε μέ χαρά καί τόν δίδαξε τά περί τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ὕστερα ἀπό ἀσκητική ζωή καί δύο μετοικήσεις στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Παντελεήμονος καί στήν Ἱερά Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἔγινε Μεγαλόσχημος Μοναχός.

Μέ ἐφόδιο τό Μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα καί προπαντός τήν εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ του Πατέρα ξεκίνησε γιά τό μαρτύριο μέ μεγάλη χαρά καί θεϊκό ζήλο. Ἔχοντας ἱερό σκοπό, νὰ μαρτυρήσει στὴν Τριπολιτσὰ, πέρασε ἀπό τήν Ἱερά Μονή Μεγάλου Σπηλαίου στά Καλάβρυτα καί ἀπό τὸ ἱστορικό Ναύπλιο. Ἐκεὶ παρουσιάσθηκε στὸν Κριτή καὶ συνομίλησε μαζί του περί Ὀρθοδόξου Πίστεως, στηλιτεύοντας μάλιστα τὴν πίστη τῶν Ἀγαρηνῶν! Ἀλλά δὲν κατάφερε νὰ φθάσει στὸ μαρτύριο, γιατί ἐκδιώχτηκε ἀπ’ ἐκεῖ. Στὴν παραμονή του αὐτή στὸ Ἄργος, μία νύχτα ποὺ κοιμόταν, τοῦ παρουσιάσθηκε ὁ Νεομάρτυρας Δημήτριος (+ 14 Ἀπριλίου 1803), λέγοντάς του: «Χαῖρε συναθλητὰ Παῦλε, κοίταξε νὰ πᾶς στὴν Τρίπολη, νὰ τελειώσεις τὸν ὑπέρ τῆς Πίστεως ἀγώνα σου, γιὰ νὰ στεφανωθεῖς στὴν ἐπουράνια Βασιλεία, ὥστε νὰ γευθοῦν οἱ ψυχές μας τὴν ἴδια πνευματική χαρά».

Κατόπιν τοῦτου, φθάνει στήν Τριπολιτσά καὶ δίχως ἀναβολή, παρουσιάζεται στόν μουφτή καί ὁμολογεῖ μέ θάρρος τήν μόνη ἀληθινή Πίστη, τήν ἁγία Πίστη στόν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό. Οἱ Τοῦρκοι ἀκούγοντας τήν ὁμολογία, ὅρμησαν ἐναντίον του καί ἀφοῦ τον φυλάκισαν γιὰ λίγες ὧρες, τὸν ἔβγαλαν ἔξω μέ χτυπήματα καί μαστιγώσεις καὶ τόν ἀποκεφάλισαν στίς 22 Μαΐου 1818. Τὸ ἱερό του λείψανο γιὰ περισσότερη αἰσχύνη τὸ πέταξαν στὸ βόθρο τοῦ στρατῶνος τοῦ Σαραγιοῦ. Ἀπό ἐκεῖ τὸ ἔκλεψαν θαρραλέοι χριστιανοί καὶ τὸ ἔθαψαν κρυφίως. Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν!

Περιληπτικός Βίος
του Αγίου Νεομάρτυρος Δημητρίου

Ὁ ἔνδοξος τοῦ Χριστοῦ μάρτυρας Δημήτριος γεννήθηκε στόν Μωριά, στὸ χωριό Λιγούδιστα ἀπό χριστιανούς γονεῖς. Τό ὄνομα τοῦ πατέρα του ἦταν Ἠλίας· τήν μητέρα του δέν τή γνώρισε, γιατί κοιμήθηκε ὅταν ἦταν ἀκόμη βρέφος, γι΄ αὐτό καί ἀνατράφηκε ἀπό τήν μητριά του. Ὅταν βρίσκονταν ἀκόμη στήν παιδική ἡλικία ἔφυγε, ἀπό τό πατρικό του σπίτι μαζί μέ τόν ἀδελφό του, κυνηγημένος ἀπό τή φτώχια καί τήν ἔλλειψη μητρικῆς ἀγάπης.

Μετά ἀπό πολλές ἀλλαγές τόπων ὁ Δημήτριος ἐγκαταστάθηκε σ΄ ἕνα τούρκικο σπίτι στήν Τριπολιτσὰ σάν ὑπηρέτης. Δυστυχῶς, ὅμως, ἐκεῖ παρακινούμενος καθημερινά ἀπό τούς Τούρκους ἀφέντες του, ἀρνήθηκε τήν χριστιανική πίστη, περιετμήθηκε, ἐνδύθηκε τουρκική φορεσιὰ καί ζοῦσε πλέον ὡς μουσουλμάνος.
Κάποτε πληροφορήθηκε ὁ πατέρας του τήν αἰσχρή πράξη καί ἔσπευσε νά τόν συναντήσει, ἀλλά μάταια, δέν μπόρεσε. Ἐλεγχόμενος πλέον ἀπό τή συνείδησή του ὁ Δημήτριος δραπετεύει ἀπό τό τούρκικο σπίτι καί φτάνει στούς Μύλους τοῦ Ἄργους καί ἀπό ἐκεῖ ταξιδεύει γιά τή Σμύρνη. Ἐκεῖ βρίσκει συμπατριώτες του χριστιανούς, οἱ ὁποίοι τόν συμβουλεύουν, νά κατευθυνθεῖ πρός Κυδωνίες (Ἀϊβαλί) γιά νά ἐξομολογηθεῖ. Πραγματικά φτάνει στό Ἀϊβαλί· στό μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου, γιά πρώτη φορά, ἐξομολογεῖται τήν προδοσία του, μυρώνεται πάλι καί ἀναπαύει γιά λίγο τήν συνείδησή του.

Ὁ ἀνδρείος ἀθλητής Δημήτριος ἀναζητοῦσε πλέον κάτι ἄλλο. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἔκαιγε μέσα στήν μετανοημένη καρδιά του· ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου εἶχε ἤδη ἀνάψει. Σ΄αὐτήν τήν κατάσταση πηγαίνει στήν ἁγιοτόκο Χίο, ὅπου προετοιμάζεται μέ ἀγρυπνίες, συνεχόμενες προσευχές, ὑπερβολικές νηστείες καί καθαρή ἐξομολόγηση. Τήν περίοδο αὐτή πνευματικός του πατέρας διετέλεσε ὁ ἡγέτης τοῦ Κολλυβάδικου κινήματος καί Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, Μακάριος ὁ Νοταράς, καὶ ἀργότερα ὁ ἅγιος Νικηφόρος ὁ Χίος· ὁ τελευταίος διακρίνοντας τό μαρτυρικό φρόνημα τοῦ Δημητρίου τόν παραπέμπει στὸν ἱεροκήρυκα Χατζῆ κὺρ Ἀγάπιο, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τὴν περίοδο διέμενε στὴν πόλη τοῦ Ἄργους .

Ὁ νεομάρτυρας Δημήτριος ταξιδεύει στὸ Ἄργος, ἀλλά δὲν βρίσκει τὸν εἰρημένο ἱεροκήρυκα, γι’ αὐτό διέμεινε ἀρκετές μέρες στὸ Ἄργος γιὰ νὰ τὸν ἀναμένει. Στὸ διάστημα αὐτό φιλοξενήθηκε ἀπό ἕναν ἀνώνυμο κάτοικο τοῦ Ἄργους, ὁ ὁποῖος ὄντας φιλάρετος, δὲν ἔλειπε νύκτα καὶ ἡμέρα νὰ τοῦ ἀναγινώσκει τὰ μαρτύρια νεοφανῶν Μαρτύρων, τῶν μετά τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ διαφόρους καιρούς καὶ τόπους μαρτυρησάντων. Μέσα σ’ αὐτό τὸ φιλόθεο κλίμα, ὁ Δημήτριος, συνέχισε τὴν ἀσκητική του προετοιμασία μέχρι καὶ τὴν Διακαινήσιμο ἑβδομάδα.

Ἀναχωρεῖ ἀπό τὸ Ἄργος καὶ συνοδευόμενος ἀπό ἕναν θεοσεβῆ χριστιανό φτάνει στήν Τριπολιτσά τήν δεύτερη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας τοῦ Θωμᾶ. Ἐκεῖ μετά ἀπό κοινό ὅραμα πού εἶδε μὲ τὸν Πνευματικό του π. Ἀντώνιο, ἀπόφασίζουν τό μαρτύριο. Πραγματικά, τήν ἑπομένη, ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ἐμφανίστηκε στήν Τριπολιτσὰ ὁμολογώντας : «Εἶμαι Χριστιανός. Προσκυνῶ τόν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ ὡς Θεό ἀληθινό· προσκυνῶ Πατέρα, Υἱό καί Ἅγιο Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον». Ἡ δημόσια αὐτή ὁμολογία τοῦ προξένησε τήν θανατική του καταδίκη· μετά ἀπό δικαστήρια μὲ κολακείες, ἀπειλές καὶ ἐξευτελισμούς, ἀποφασίστηκε ὁ ἀποκεφαλισμός του μέ τρία χτυπήματα στό ψαροπάζαρο τῆς πόλης. Ἦταν 14 Ἀπριλίου 1803. Τήν ἁγία του κεφαλή τήν ἔκρυψε ὁ Πνευματικός του κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα τῆς ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ἑνῶ τό σῶμα μερικοί πιστοί χριστιανοί τό ἔθαψαν στὸν νότιο τοίχο τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν Βαρσῶν. Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν!